- Δρομέως
- Δρομέω̆ς , Δρομεύςrunnermasc gen sgΔρομεύςrunnermasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρομέως — δρομέω̆ς , δρομεύς runner masc gen sg δρομεύς runner masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτροπάδην — ΝΑ, και δωρ. τ. προτροπάδαν Α επίρρ. (για άνθρωπο ή ζώο που φεύγει) δρομέως, τάχιστα, χωρίς να βλέπει προς τα πίσω, κν. στα τέσσερα (α. «έφυγε προτροπάδην» β. «προτροπάδην φοβέοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προ τροπ τού προ τρέπω (πρβλ. προ… … Dictionary of Greek